πυροβόλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠροβόλος''': -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ. | |lstext='''πῠροβόλος''': -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui lance du feu ; [[οἱ]] πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fire-darting, τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, LXX 1 Ma.5.61, Plu.Sull.9, Ant.66; gloss on πυρεῖα, Sch.S.Ph. 36.
German (Pape)
[Seite 823] Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροβόλος: -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance du feu ; οἱ πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.
Étymologie: πῦρ, βάλλω.