Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτυμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις.
|lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποτυμπανίσω, <i>att.</i> ἀποτυμπανιῶ;<br />rouer de coups de bâton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυμπανίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτυμπᾰνίζω Medium diacritics: ἀποτυμπανίζω Low diacritics: αποτυμπανίζω Capitals: ΑΠΟΤΥΜΠΑΝΙΖΩ
Transliteration A: apotympanízō Transliteration B: apotympanizō Transliteration C: apotympanizo Beta Code: a)potumpani/zw

English (LSJ)

(later ἀποτύμπᾰν-τυπ- UPZ119 (ii B.C.), POxy.1798.1.7),

   A crucify on a plank, D.8.61,9.61:—Pass., Lys.13.56, D.19.137, Arist. Rh. 1383a5, Beros. ap. J.Ap.1.20.    2 generally, destroy, Plu.2.1049d.

German (Pape)

[Seite 333] abpauken, abprügeln, Dem. 9, 61 u. Sp.; bes. tödten, hinrichten, Lys. 13, 56; köpfen, Posidon. bei Ath. IV, 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠμπανίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ ξύλον», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. ὅστις ἐρμηνεύει αὐτὸ ἐσφαλμένως ἀποκεφάλισις.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποτυμπανίσω, att. ἀποτυμπανιῶ;
rouer de coups de bâton.
Étymologie: ἀπό, τυμπανίζω.