κλειστός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειστός''': Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. [[κλῃστός]], ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν [[δῶμα]] Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.
|lstext='''κλειστός''': Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. [[κλῃστός]], ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν [[δῶμα]] Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fermé, barricadé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειστός Medium diacritics: κλειστός Low diacritics: κλειστός Capitals: ΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kleistós Transliteration B: kleistos Transliteration C: kleistos Beta Code: kleisto/s

English (LSJ)

Ion. κληϊστός, old Att. κλῃστός, ή, όν,

   A that can be shut or closed, κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344; χῶμα γαίας κ. E.Fr.617, βεβαίως κ. Th.2.17; κ. λιμήν Id.7.38; κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.; κ. ὕδωρ Aristobul.35 J.; θυρίδες κ. D.S.20.85, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13.    2 closed, διώρυγες Str.15.1.50, al.

German (Pape)

[Seite 1448] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. κληϊστός, z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς λιμήν Thuc. 2, 94. 7, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κλειστός: Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. κλῃστός, ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν δῶμα Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fermé, barricadé.
Étymologie: adj. verb. de κλείω¹.