κισηρώδης: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισηρώδης''': -ες, = [[κισηροειδής]], Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D. | |lstext='''κισηρώδης''': -ες, = [[κισηροειδής]], Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><i>mieux que</i> [[κισσηρώδης]];<br /><i>c.</i> [[κισηροειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = κῐσηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.
Greek (Liddell-Scott)
κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.