προκινέω: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκῑνέω''': κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν στρατὸν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21· [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, πρ. ἵππον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 9. 3· ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23, πρβλ. Ἱππ. 409. 18. ΙΙ. κινῶ ἢ [[ἀρχίζω]] πρότερον, τὴν μάχην Διόδ. 17. 19. 2) [[ἐξεγείρω]] πρότερον, τὴν τοῦ νέου ψυχὴν Πλούτ. 2. 36D· τὴν πόλιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 7. | |lstext='''προκῑνέω''': κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν στρατὸν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21· [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, πρ. ἵππον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 9. 3· ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. προχωρῶ, [[προβαίνω]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23, πρβλ. Ἱππ. 409. 18. ΙΙ. κινῶ ἢ [[ἀρχίζω]] πρότερον, τὴν μάχην Διόδ. 17. 19. 2) [[ἐξεγείρω]] πρότερον, τὴν τοῦ νέου ψυχὴν Πλούτ. 2. 36D· τὴν πόλιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ([[πρό]], devant) mouvoir en avant, faire avancer ; <i>Pass.</i> être poussé en avant <i>ou</i> se mouvoir en avant, s’avancer;<br /><b>2</b> ([[πρό]], auparavant) exciter auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A move forward, τὸ στῖφος X.Cyr.1.4.21; urge on, ἵππον Id.Eq.9.3:—Pass., come on, advance, Id.Cyr.1.4.23; dance before the eyes, of specks, Hp.Loc.Hom.3. II excite or begin before, τὴν μάχην D.S.17.19 (nisi leg. προκρίνειν). 2 excite or arouse before, τὴν τοῦ νέου ψυχήν Plu.2.36d; τὴν πόλιν J.BJ4.4.7.
German (Pape)
[Seite 730] vor, vorwärts, weiter bewegen, Xen. Cyr. 1, 4, 21; pass, vorrücken, ib. 23; Plut.; – vorher bewegen, S. Emp. adv. phys. 2, 108.
Greek (Liddell-Scott)
προκῑνέω: κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν στρατὸν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21· ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, πρ. ἵππον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 9. 3· ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. προχωρῶ, προβαίνω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23, πρβλ. Ἱππ. 409. 18. ΙΙ. κινῶ ἢ ἀρχίζω πρότερον, τὴν μάχην Διόδ. 17. 19. 2) ἐξεγείρω πρότερον, τὴν τοῦ νέου ψυχὴν Πλούτ. 2. 36D· τὴν πόλιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 (πρό, devant) mouvoir en avant, faire avancer ; Pass. être poussé en avant ou se mouvoir en avant, s’avancer;
2 (πρό, auparavant) exciter auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κινέω.