προφυράω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
|lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pétrir d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφυράω Medium diacritics: προφυράω Low diacritics: προφυράω Capitals: ΠΡΟΦΥΡΑΩ
Transliteration A: prophyráō Transliteration B: prophyraō Transliteration C: profyrao Beta Code: profura/w

English (LSJ)

   A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23.    II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.

German (Pape)

[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pétrir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.