σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόσπαρτος''': -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100. | |lstext='''σῐδηρόσπαρτος''': -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />engendré par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.