ἀγριότης: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγριότης''': -ητος, ἡ, ἀγρία [[κατάστασις]] ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ [[ἡμερότης]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- [[ἀγριότης]], [[σκληρότης]], [[θηριωδία]], Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.
|lstext='''ἀγριότης''': -ητος, ἡ, ἀγρία [[κατάστασις]] ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ [[ἡμερότης]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- [[ἀγριότης]], [[σκληρότης]], [[θηριωδία]], Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nature sauvage, non cultivée;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> caractère farouche, sauvagerie, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριότης Medium diacritics: ἀγριότης Low diacritics: αγριότης Capitals: ΑΓΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: agriótēs Transliteration B: agriotēs Transliteration C: agriotis Beta Code: a)grio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr.HP 3.2.4; of untilled ground, ἀ. γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.    II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp.197d, al., D.26.26 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριότης: -ητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.