βαρυηχής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρυηχής''': -ές, ὁ [[βαρέως]] ἤ βαθέως ἠχῶν, Διόδ. 5. 31, Ὀππ. Ἁλ. 4. 317, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], - ήχητος, ον, Ἰω. Δαμασκ. · καὶ ἐν Α. Β. 225 [[βαρύ]]-ηχος, ον· ἐν τῷ ὑπερθ. -ηχότατος Ἀγαθ. 294. 8.
|lstext='''βᾰρυηχής''': -ές, ὁ [[βαρέως]] ἤ βαθέως ἠχῶν, Διόδ. 5. 31, Ὀππ. Ἁλ. 4. 317, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], - ήχητος, ον, Ἰω. Δαμασκ. · καὶ ἐν Α. Β. 225 [[βαρύ]]-ηχος, ον· ἐν τῷ ὑπερθ. -ηχότατος Ἀγαθ. 294. 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui produit un bruit fort <i>ou</i> retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[ἦχος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυηχής Medium diacritics: βαρυηχής Low diacritics: βαρυηχής Capitals: ΒΑΡΥΗΧΗΣ
Transliteration A: baryēchḗs Transliteration B: baryēchēs Transliteration C: varyichis Beta Code: baruhxh/s

English (LSJ)

ές,

   A deep-voiced, ταῖς φωναῖς D.S.5.31, cf. Opp.H.4.317; deep-roaring, θάλασσα Orph.Fr.168.28; θόρυβος LXX 3 Ma.5.48.

German (Pape)

[Seite 434] ές, schwer, d. i. laut rauschend, tosend, αὐδή Opp. H. 4, 317; Qu. Sm. 4, 60 u. A.; in Prosa, D. Sic. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυηχής: -ές, ὁ βαρέως ἤ βαθέως ἠχῶν, Διόδ. 5. 31, Ὀππ. Ἁλ. 4. 317, κτλ.· - ὡσαύτως, - ήχητος, ον, Ἰω. Δαμασκ. · καὶ ἐν Α. Β. 225 βαρύ-ηχος, ον· ἐν τῷ ὑπερθ. -ηχότατος Ἀγαθ. 294. 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui produit un bruit fort ou retentissant.
Étymologie: βαρύς, ἦχος.