βλίττω: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλίττω''': ἀόρ. ἔβλῐσα, Πλάτ. Πολ. 564Ε. πρβλ. [[ἀποβλίττω]]: - [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν καὶ ἀφαιρῶ, τρυγῶ τὸ [[μέλι]], Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σφηκιὰν βλ. Σοφ. Ἀποσπ. 856· μεταφ. βλ. τὸν δῆμον, ἀποστερῶ τὸν δῆμον τοῦ μέλιτος, τρυγῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 794, πρβλ. Λυσ. 475. – Παθ., πλεῖστον δὴ … τοῖς κηφῆσι [[μέλι]] βλίττεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ρουγκ. ἀντὶ τοῦ βλύττει) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βλ. τὰ σμήνη τὰ σμήνη ἢ αἱ κυψέλαι στεροῦνται τοῦ μέλιτος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 22. 9, πρβλ. 9. 40, 55. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ [[μέλι]], [[μέλιττα]], τῇ προσθήκῃ τοῦ β, πρβλ. [[μαλακός]], [[βλάξ]], [[βρότος]] ἄμβροτος, [[μολεῖν]] [[βλώσκω]], [[ἡμέρα]] μεσημβρία, κτλ.). | |lstext='''βλίττω''': ἀόρ. ἔβλῐσα, Πλάτ. Πολ. 564Ε. πρβλ. [[ἀποβλίττω]]: - [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν καὶ ἀφαιρῶ, τρυγῶ τὸ [[μέλι]], Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σφηκιὰν βλ. Σοφ. Ἀποσπ. 856· μεταφ. βλ. τὸν δῆμον, ἀποστερῶ τὸν δῆμον τοῦ μέλιτος, τρυγῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 794, πρβλ. Λυσ. 475. – Παθ., πλεῖστον δὴ … τοῖς κηφῆσι [[μέλι]] βλίττεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ρουγκ. ἀντὶ τοῦ βλύττει) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βλ. τὰ σμήνη τὰ σμήνη ἢ αἱ κυψέλαι στεροῦνται τοῦ μέλιτος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 22. 9, πρβλ. 9. 40, 55. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ [[μέλι]], [[μέλιττα]], τῇ προσθήκῃ τοῦ β, πρβλ. [[μαλακός]], [[βλάξ]], [[βρότος]] ἄμβροτος, [[μολεῖν]] [[βλώσκω]], [[ἡμέρα]] μεσημβρία, κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἔβλισα;<br /><b>1</b> presser un rayon de miel, exprimer du miel;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pressurer.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]] > *μλίτ-τω > *μβλίττω > [[βλίττω]] ; pour l’insert. du β, v. [[βλάξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἔβλῐσα Pl.R.564e:—cut out the comb of bees, take the honey, l.c.; σφηκιὰν β. S.Fr.778: metaph., β. τὸν δῆμον rob the people of their honey, Ar.Eq.794, cf. Lys.475:—Pass., πλεῖστονδὴ . . τοῖς κηρῆσι μέλι βλίττεται prob. in Pl. l.c.; β. τὰ σμήνη the hives have their honey taken, Arist.HA554a15, cf. 627b2. II βλίσσειν· = μαλάσσειν, Erot.Fr.16. (For μλίτ-yω, cf. μέλι.)
German (Pape)
[Seite 450] fut. βλίσω (μέλι), Honig ausschneiden, zeideln, βλίσειε Plat. Rep. VIII, 564 e; Arist. Uebertr., τὸν δῆμον Ar. Equ. 791; vgl. Lys. 475.
Greek (Liddell-Scott)
βλίττω: ἀόρ. ἔβλῐσα, Πλάτ. Πολ. 564Ε. πρβλ. ἀποβλίττω: - ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν καὶ ἀφαιρῶ, τρυγῶ τὸ μέλι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σφηκιὰν βλ. Σοφ. Ἀποσπ. 856· μεταφ. βλ. τὸν δῆμον, ἀποστερῶ τὸν δῆμον τοῦ μέλιτος, τρυγῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 794, πρβλ. Λυσ. 475. – Παθ., πλεῖστον δὴ … τοῖς κηφῆσι μέλι βλίττεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ρουγκ. ἀντὶ τοῦ βλύττει) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βλ. τὰ σμήνη τὰ σμήνη ἢ αἱ κυψέλαι στεροῦνται τοῦ μέλιτος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 22. 9, πρβλ. 9. 40, 55. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ μέλι, μέλιττα, τῇ προσθήκῃ τοῦ β, πρβλ. μαλακός, βλάξ, βρότος ἄμβροτος, μολεῖν βλώσκω, ἡμέρα μεσημβρία, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔβλισα;
1 presser un rayon de miel, exprimer du miel;
2 fig. pressurer.
Étymologie: μέλι > *μλίτ-τω > *μβλίττω > βλίττω ; pour l’insert. du β, v. βλάξ.