ἐπιρρέπω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρρέπω''': [[ῥέπω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τι, ὄφρ’... ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ, μεταφ. ἐκ τῆς πλάστιγγος, Ἰλ. Ξ. 99, πρβλ. Θ. 72· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], πίπτει εἰς τὸν κλῆρόν τινος νὰ πράξῃ τι, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρρεπεν γαμβροῖσιν ἀείδειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 707· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 1042. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ κλίνῃ, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, [[Ζεὺς]] γάρ τοι τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει [[ἄλλοτε]] ἄλλως Θέογν. 157. 2) [[κάμνω]] τι νὰ ἐπέλθῃ κατά τινος, ἐπ. μῆνιν πόλει Αἰσχύλ. Εὐμ. 888· Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Ἀγ. 250· ἴδε [[καταρρέπω]]. | |lstext='''ἐπιρρέπω''': [[ῥέπω]], [[κλίνω]] [[πρός]] τι, ὄφρ’... ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ, μεταφ. ἐκ τῆς πλάστιγγος, Ἰλ. Ξ. 99, πρβλ. Θ. 72· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], πίπτει εἰς τὸν κλῆρόν τινος νὰ πράξῃ τι, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρρεπεν γαμβροῖσιν ἀείδειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 707· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 1042. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ κλίνῃ, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, [[Ζεὺς]] γάρ τοι τὸ [[τάλαντον]] ἐπιρρέπει [[ἄλλοτε]] ἄλλως Θέογν. 157. 2) [[κάμνω]] τι νὰ ἐπέλθῃ κατά τινος, ἐπ. μῆνιν πόλει Αἰσχύλ. Εὐμ. 888· Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Ἀγ. 250· ἴδε [[καταρρέπω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> pencher sur <i>ou</i> vers ; échoir en partage;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire échoir en partage, faire tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A lean towards, ὄφρα . . ἡμῖν δ' αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, metaph. from the balance, Il.14.99: hence, generally, fall to one's lot, [ὑμέναιος] ἐ. γαμβροῖσιν ἀείδειν A.Ag.707 (lyr.): abs., ib.1042. 2. metaph., incline, πρὸς ἔλεον Ph.2.582. II. trans., ἐ. τάλαντον force down one scale, Thgn.157. 2. weigh out to one, allot, esp. of ill fortune, ἐ. μῆνιν πόλει A.Eu.888; Δίκα τοῖς παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Id.Ag.251 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρέπω: ῥέπω, κλίνω πρός τι, ὄφρ’... ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, μεταφ. ἐκ τῆς πλάστιγγος, Ἰλ. Ξ. 99, πρβλ. Θ. 72· ἐντεῦθεν καθόλου, πίπτει εἰς τὸν κλῆρόν τινος νὰ πράξῃ τι, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρρεπεν γαμβροῖσιν ἀείδειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 707· ἀπολ., αὐτόθι 1042. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ κλίνῃ, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, Ζεὺς γάρ τοι τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Θέογν. 157. 2) κάμνω τι νὰ ἐπέλθῃ κατά τινος, ἐπ. μῆνιν πόλει Αἰσχύλ. Εὐμ. 888· Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦσι μαθεῖν ἐπιρρέπει Ἀγ. 250· ἴδε καταρρέπω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. pencher sur ou vers ; échoir en partage;
2 tr. faire échoir en partage, faire tomber sur.
Étymologie: ἐπί, ῥέπω.