ἐναντίωσις: Difference between revisions

From LSJ

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντίωσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐναντιοῦσθαι διὰ λέξεων ἢ πράξεων, δείσας (ὁ Φρύνιχος) πρὸς τὴν ἐναντίωσιν τῶν ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] λεχθέντων, φοβηθεὶς διὰ τοὺς λόγους οὓς εἶπεν [[ἐναντίον]] τοῦ Ἀλκιβιάδου, Θουκ. 8. 50, Πλάτ. Πολ. 454Α· ἐναντία [[διαγωγή]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 7. 2) [[διαφωνία]], [[διαφορά]], Ἰσοκρ. 275C. (ἐν τῷ πληθ.), Πλάτ. Πολ. 607C.
|lstext='''ἐναντίωσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐναντιοῦσθαι διὰ λέξεων ἢ πράξεων, δείσας (ὁ Φρύνιχος) πρὸς τὴν ἐναντίωσιν τῶν ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] λεχθέντων, φοβηθεὶς διὰ τοὺς λόγους οὓς εἶπεν [[ἐναντίον]] τοῦ Ἀλκιβιάδου, Θουκ. 8. 50, Πλάτ. Πολ. 454Α· ἐναντία [[διαγωγή]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 7. 2) [[διαφωνία]], [[διαφορά]], Ἰσοκρ. 275C. (ἐν τῷ πληθ.), Πλάτ. Πολ. 607C.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> contradiction;<br /><b>2</b> désaccord.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντιόομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐωσις Medium diacritics: ἐναντίωσις Low diacritics: εναντίωσις Capitals: ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ
Transliteration A: enantíōsis Transliteration B: enantiōsis Transliteration C: enantiosis Beta Code: e)nanti/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A opposition, Th. 8.50, Pl.R.454a; in social intercourse, Arist.EN1126b34; opposition, Sammelb.5356.25 (iv A. D.).    2 disagreement, discrepancy, Isoc.12.203 (pl.), Pl.R.607c, etc.: pl., contrarieties, Arist.Metaph.986b1, al.

German (Pape)

[Seite 827] ἡ, das Entgegnen, der Widerspruch, Thuc. 5, 80; Folgde, auch im plur., Plat. Soph. 259 b; Isocr. 12, 203.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίωσις: -εως, ἡ, τὸ ἐναντιοῦσθαι διὰ λέξεων ἢ πράξεων, δείσας (ὁ Φρύνιχος) πρὸς τὴν ἐναντίωσιν τῶν ὑφ’ ἑαυτοῦ λεχθέντων, φοβηθεὶς διὰ τοὺς λόγους οὓς εἶπεν ἐναντίον τοῦ Ἀλκιβιάδου, Θουκ. 8. 50, Πλάτ. Πολ. 454Α· ἐναντία διαγωγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 7. 2) διαφωνία, διαφορά, Ἰσοκρ. 275C. (ἐν τῷ πληθ.), Πλάτ. Πολ. 607C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 contradiction;
2 désaccord.
Étymologie: ἐναντιόομαι.