ποιήεις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιήεις''': εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, [[χορτώδης]], [[ποώδης]], [[βοτανώδης]], Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει [[ὡσαύτως]] συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.
|lstext='''ποιήεις''': εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, [[χορτώδης]], [[ποώδης]], [[βοτανώδης]], Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει [[ὡσαύτως]] συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert d’herbe <i>ou</i> de gazon, verdoyant.<br />'''Étymologie:''' [[ποίη]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιήεις Medium diacritics: ποιήεις Low diacritics: ποιήεις Capitals: ΠΟΙΗΕΙΣ
Transliteration A: poiḗeis Transliteration B: poiēeis Transliteration C: poiieis Beta Code: poih/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A grassy, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄγκεα, Il.2.503, Od.16.396, 4.337: Dor. ποιάεις S.OC158(lyr.); Pi. has ποιάεντα (trisyll.) στεφανώματα N.5.54.

German (Pape)

[Seite 648] εσσα, εν, grasig, grasreich, kräuterreich; Ἁλίαρτος, Il. 2, 503; Ἱρή, 9, 150; νάπει ποιήεντι, Soph. O. C. 156 u. Hes., grasgrün.

Greek (Liddell-Scott)

ποιήεις: εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, χορτώδης, ποώδης, βοτανώδης, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert d’herbe ou de gazon, verdoyant.
Étymologie: ποίη¹.