βράχω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βράχω''': [[ῥίζα]] ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ [[ἔβραχε]] ἢ βράχε, ‒ [[ῥῆμα]] ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν [[ἔβραχε]] χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα [[αὐτόθι]] 9· [[τρίζω]], ὁ δ’ [[ἔβραχε]] [[φήγινος]] [[ἄξων]] Ε.838 ˙ [[κραυγάζω]],«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ [[ἔβραχε]] [[χάλκεος]] Ἄρης [[αὐτόθι]] 859˙ ὁ δ᾽[[ἔβραχε]] θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.
|lstext='''βράχω''': [[ῥίζα]] ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ [[ἔβραχε]] ἢ βράχε, ‒ [[ῥῆμα]] ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν [[ἔβραχε]] χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα [[αὐτόθι]] 9· [[τρίζω]], ὁ δ’ [[ἔβραχε]] [[φήγινος]] [[ἄξων]] Ε.838 ˙ [[κραυγάζω]],«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ [[ἔβραχε]] [[χάλκεος]] Ἄρης [[αὐτόθι]] 859˙ ὁ δ᾽[[ἔβραχε]] θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> retentir, résonner;<br /><b>2</b> craquer, grincer;<br /><b>3</b> pousser un cri terrible.<br />'''Étymologie:''' R. Βραχ, retentir.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 463] nur aor. (onomatopoet.), rasseln, krachen, dröhnen; Hom. öfters, aber nur in den Formen ἔβραχε und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, ἔβραχε Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; φήγινος ἄξων 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; χθών 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – αἰθήρ Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf.

Greek (Liddell-Scott)

βράχω: ῥίζα ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ ἔβραχε ἢ βράχε, ‒ ῥῆμα ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν ἔβραχε χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· ὡσαύτως ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα αὐτόθιτρίζω, ὁ δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων Ε.838 ˙ κραυγάζω,«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης αὐτόθι 859˙ ὁ δ᾽ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.

French (Bailly abrégé)

1 retentir, résonner;
2 craquer, grincer;
3 pousser un cri terrible.
Étymologie: R. Βραχ, retentir.