διφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφυής''': -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. [[μονοφυής]], [[ἔχιδνα]] [[μιξοπάρθενος]] δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. [[Κέκροψ]], «[[δίμορφος]], τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ [[συνουσία]], Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) [[καθόλου]], διπλοῦς, [[διμερής]], κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· [[στῆθος]] διφυές μαστοῖς [[αὐτόθι]] 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων [[δύναμις]] ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. [[μονοφυής]], [[πολυφυής]].
|lstext='''διφυής''': -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. [[μονοφυής]], [[ἔχιδνα]] [[μιξοπάρθενος]] δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. [[Κέκροψ]], «[[δίμορφος]], τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ [[συνουσία]], Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) [[καθόλου]], διπλοῦς, [[διμερής]], κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· [[στῆθος]] διφυές μαστοῖς [[αὐτόθι]] 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων [[δύναμις]] ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. [[μονοφυής]], [[πολυφυής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de double nature.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[φύω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφῠής Medium diacritics: διφυής Low diacritics: διφυής Capitals: ΔΙΦΥΗΣ
Transliteration A: diphyḗs Transliteration B: diphyēs Transliteration C: difyis Beta Code: difuh/s

English (LSJ)

ές: neut. pl. διφυῆ, also

   A διφυᾶ Arist. PA669b18 (s. v. l.):—of double nature or form, ἔχιδνα μειξοπάρθενος δ. Hdt.4.9; of Centaurs, S.Tr. 1095, Pherecyd.50 J.; of Pan, Pl.Cra.408d; Κέκροψ, i. e. man and serpent, but expld. as of double sex (Suid.), or of double race (Egyptian and Greek), D.S.1.28; δ. Ἔρως sexual intercourse, Orph.A. 14.    2 generally, twofold, double, κόραι Ion Lyr.16; ὀφρύες Arist. HA491b14; στῆθος διφυὲς μαστοῖς ib.493a12; ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις Id.PA657a4; μῦς, of the biceps, Gal.UP13.13; αὐλός Aret.SD2.13.

Greek (Liddell-Scott)

διφυής: -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. μονοφυής, ἔχιδνα μιξοπάρθενος δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. Κέκροψ, «δίμορφος, τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ συνουσία, Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) καθόλου, διπλοῦς, διμερής, κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· στῆθος διφυές μαστοῖς αὐτόθι 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. μονοφυής, πολυφυής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de double nature.
Étymologie: δίς, φύω.