ἀτυχής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτῠχής''': -ές, [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], Ἀντιφῶν 116. 23 (ἐν τῷ ὑπερθ. Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὐ γὰρ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀτυχής]] εἰμι Δημ. 34. 13: - Ἐπίρρ. -χῶς Ἰσοκρ. 236Α. ΙΙ. [[ἄμοιρος]], ἀλλὰ [[γοῦν]] συνέσεως καὶ τῆς καθ’ ἑαυτὰ σοφίας οὐκ ἀτυχῆ (ἀτυχεῖ Ἑρχέριος) Αἰλ. π. Ζ. 11. 31. | |lstext='''ἀτῠχής''': -ές, [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], Ἀντιφῶν 116. 23 (ἐν τῷ ὑπερθ. Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὐ γὰρ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀτυχής]] εἰμι Δημ. 34. 13: - Ἐπίρρ. -χῶς Ἰσοκρ. 236Α. ΙΙ. [[ἄμοιρος]], ἀλλὰ [[γοῦν]] συνέσεως καὶ τῆς καθ’ ἑαυτὰ σοφίας οὐκ ἀτυχῆ (ἀτυχεῖ Ἑρχέριος) Αἰλ. π. Ζ. 11. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> malheureux, infortuné;<br /><b>2</b> qui échoue, qui n’obtient pas sa part de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, τυχή. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unfortunate, Antipho 2.2.1 (Sup.); οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀ. εἰμι D.3.21; euphem., ἀ. γενέσθαι 'get into trouble', Pl.Lg.905a: late acc. fem. ἀτυχήν Annales du Service22.10 (i B.C./i A.D.). Adv. -χῶς Isoc.12.15: Sup. -έστατα Longin.33.5. II missing, without share in, τινός Ael.NA11.31, Max.Tyr.20.5.
German (Pape)
[Seite 390] ές, unglücklich, Plat. Legg. X, 905 a u. Folgde; bes. nicht erlangend, verfehlend; übh. τινός, untheilhaft, συνέσεως Ael. H. A. 11, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῠχής: -ές, ἀτυχής, δυστυχής, Ἀντιφῶν 116. 23 (ἐν τῷ ὑπερθ. Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀτυχής εἰμι Δημ. 34. 13: - Ἐπίρρ. -χῶς Ἰσοκρ. 236Α. ΙΙ. ἄμοιρος, ἀλλὰ γοῦν συνέσεως καὶ τῆς καθ’ ἑαυτὰ σοφίας οὐκ ἀτυχῆ (ἀτυχεῖ Ἑρχέριος) Αἰλ. π. Ζ. 11. 31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 malheureux, infortuné;
2 qui échoue, qui n’obtient pas sa part de, gén..
Étymologie: ἀ, τυχή.