συγκάμνω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.
|lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάμνω Medium diacritics: συγκάμνω Low diacritics: συγκάμνω Capitals: ΣΥΓΚΑΜΝΩ
Transliteration A: synkámnō Transliteration B: synkamnō Transliteration C: sygkamno Beta Code: sugka/mnw

English (LSJ)

   A labour or suffer with, sympathize with, σοῖς πήμασι A. Pr.414 (lyr.), cf. 1059 (anap.); κακοῖσι σοῖσι E.Alc.614; συγκαμνούσης [τῇ γαστρὶ] τῆς ζωτικῆς δυνάμεως Gal.15.599; [ἡ ψυχὴ] συννοσεῖ [τῷ σώματι] καὶ συγκάμνει Plu.2.137d.    2 work with, τινι S.El.987, PSI9.1075.6 (v A.D.); τῇδε χθονί E.Rh.396; ἕν μοι . . σύγκαμε Id.HF1386; τὰ πολλά Paus.8.14.9: abs., S.Aj.988; συγκαμὼν δορί with the spear, E.Rh.326.

German (Pape)

[Seite 964] (s. κάμνω), mit arbeiten, sich anstrengen, ἀδελφῷ, Soph. El. 975, vgl. Ai. 967, Eur. Rhes. 396; συγκαμὼν δορί, 326; mit leiden, κακοῖσι σοῖσι συγκάμνων, Alc. 614; Mitleid haben, Aesch. Prom. 414.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάμνω: συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) ἐργάζομαι, κοπιῶ μετά τινος, ὑποφέρω μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαμοῦμαι, ao.2 συνέκαμον;
1 travailler ou faire effort avec, aider, assister, τινι;
2 compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, κάμνω.