βραβευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰβευτής''': -οῦ, ὁ μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[βραβεύς]]. Ἰσαῖ. 78. 28· βρ. τῶν λόγων Πλάτ. Πρωτ. 338Β· βρ. τοῦ δικαίου ὁ δικαστὴς Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24. | |lstext='''βρᾰβευτής''': -οῦ, ὁ μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[βραβεύς]]. Ἰσαῖ. 78. 28· βρ. τῶν λόγων Πλάτ. Πρωτ. 338Β· βρ. τοῦ δικαίου ὁ δικαστὴς Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[βραβεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[βραβεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = βρᾳβεύς, Is.9.35, POxy.1050.11 (ii/iii A.D.); β. τῶν λόγων Pl.Prt.338b; β. τοῦ δικαίου ὁ δικαστής Arist.Rh.1376b20, cf. Ph.2.346, al.; αἱρεῖσθαί τινα β. Plu.Cat.Mi.44. II official of a religious confraternity, Buresch Aus Lydien10, Ramsay Eastern Provinces 320.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, dasselbe, von Moeris als hellenistisch erkl., die spätere Form der Prosa; Schiedsrichter, λόγων Plat. Prot. 338 b; Is. 9, 35; δικαίου βρ. ὁ δικαστής Arist. rhet. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰβευτής: -οῦ, ὁ μεταγεν. τύπος τοῦ βραβεύς. Ἰσαῖ. 78. 28· βρ. τῶν λόγων Πλάτ. Πρωτ. 338Β· βρ. τοῦ δικαίου ὁ δικαστὴς Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24.