Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυφλώττω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυφλώττω''': εἶμαι [[τυφλός]], ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· [[περί]] τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι [[ἀσαφής]], [[δυσδιάγνωστος]], ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ [[λιμός]], ὀνειρώττω ἐκ τοῦ [[ὄνειρος]]). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.
|lstext='''τυφλώττω''': εἶμαι [[τυφλός]], ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· [[περί]] τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι [[ἀσαφής]], [[δυσδιάγνωστος]], ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ [[λιμός]], ὀνειρώττω ἐκ τοῦ [[ὄνειρος]]). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être aveugle ; <i>fig.</i> être insensible : [[περί]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλώττω Medium diacritics: τυφλώττω Low diacritics: τυφλώττω Capitals: ΤΥΦΛΩΤΤΩ
Transliteration A: typhlṓttō Transliteration B: typhlōttō Transliteration C: tyflotto Beta Code: tuflw/ttw

English (LSJ)

   A to be blind, ψυχὴ τ. Luc.Nigr.4, cf. Phld. Po.Herc.1676.4, Cic.Att.2.19.1, Gal.15.168, Chor. in Rh.Mus.49.504 (p.252 F.-R.); περὶ τὰ κάλλιστα Plb.2.61.12; ἀμφὶ [τὰς αἱρέσεις] Gal. Libr.Ord.1.    2 to be dim, faded, of paintings, Philostr.Im.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώττω: εἶμαι τυφλός, ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· περί τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι ἀσαφής, δυσδιάγνωστος, ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, ὀνειρώττω ἐκ τοῦ ὄνειρος). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être aveugle ; fig. être insensible : περί τι à qch.
Étymologie: τυφλός.