ἀντισήκωσις: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντισήκωσις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, [[ἀντισήκωσις]] γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil). | |lstext='''ἀντισήκωσις''': -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, [[ἀντισήκωσις]] γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως, <i>ion.</i> ιος (ἡ) :<br />contrepoids, compensation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντισηκόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, = foreg.,
A ἀ. γίνεται Hdt.4.50; equivalence, Plot.1.4.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.