μυών: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡών''': -ῶνος, ὁ, (μῦς IV) [[ἄθροισμα]] μυῶν τοῦ σώματος, πρυμνὸν [[σκέλος]], [[ἔνθα]] πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Ἰλ. Π. 315, πρβλ. 324. [Ὁ Heyne προτείνει τὴν γραφ. [[μυιών]], [[ἕνεκα]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ ποιητικὴν χρῆσιν τὸ υ ἐν τῇ λέξει [[ταύτῃ]] [[εἶναι]] ἀεὶ [[μακρόν]], πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1520, Θεόκρ. 25. 149.] | |lstext='''μῡών''': -ῶνος, ὁ, (μῦς IV) [[ἄθροισμα]] μυῶν τοῦ σώματος, πρυμνὸν [[σκέλος]], [[ἔνθα]] πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Ἰλ. Π. 315, πρβλ. 324. [Ὁ Heyne προτείνει τὴν γραφ. [[μυιών]], [[ἕνεκα]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ ποιητικὴν χρῆσιν τὸ υ ἐν τῇ λέξει [[ταύτῃ]] [[εἶναι]] ἀεὶ [[μακρόν]], πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1520, Θεόκρ. 25. 149.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />point d’attache où se réunissent plusieurs muscles.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ῶνος, ὁ, (μῦς IV)
A cluster of muscles, muscle, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Il.16.315, cf. 324 (pl.), A.R.4.1520, Theoc.25.149.
German (Pape)
[Seite 224] ῶνος, ὁ, die Stelle des Leibes, wo viele Muskeln beisammenliegen, Muskelknoten, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 315, vgl. 324; sp. D., wie Theocr. 25, 149 Ap. Rh. 4, 1520; Christod. Ecphr. 236. [Der Länge des υ wegen ist nicht nöthig μυιών zu schreiben, wie Hesych. hat, es für die Maus der Hand erklärend.]
Greek (Liddell-Scott)
μῡών: -ῶνος, ὁ, (μῦς IV) ἄθροισμα μυῶν τοῦ σώματος, πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Ἰλ. Π. 315, πρβλ. 324. [Ὁ Heyne προτείνει τὴν γραφ. μυιών, ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ ποιητικὴν χρῆσιν τὸ υ ἐν τῇ λέξει ταύτῃ εἶναι ἀεὶ μακρόν, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1520, Θεόκρ. 25. 149.]
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
point d’attache où se réunissent plusieurs muscles.
Étymologie: μῦς.