ἱέραξ: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱέρᾱξ''': -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ἵρηξ]], ηκος, (ὁ μακρότερος [[τύπος]] πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― [[ἱέραξ]], κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», [[ὠκύπτερος]] [[ἵρηξ]] Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· [[ὤκιστος]] πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. [[κίρκος]], [[φασσοφόνος]], καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[ἱάραξ]]), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. [[ἱερός]]). | |lstext='''ἱέρᾱξ''': -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ἵρηξ]], ηκος, (ὁ μακρότερος [[τύπος]] πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― [[ἱέραξ]], κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», [[ὠκύπτερος]] [[ἵρηξ]] Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· [[ὤκιστος]] πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. [[κίρκος]], [[φασσοφόνος]], καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[ἱάραξ]]), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. [[ἱερός]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br />faucon, épervier, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[ἵεμαι]] s’élancer. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ᾱκος, ὁ, Ion. and Ep. ἴρηξ [ῑ], ηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr.1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq.1052):—
A hawk, falcon, ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op.212, Hdt.2.65, Arist.HA620a17; sacred to Apollo, Ar.Av.516. II a kind of fish, Epich.68 (in Dor. form ἱάραξ), Epaenet. ap. Ath.7.329a. III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16. IV name of a bandage, Sor.Fasc.12.
German (Pape)
[Seite 1240] ακος, ion. ἱέρηξ, ep. ἵρηξ, ein Raubvogel, Habicht oder Falke, vgl. Arist. H. A. 9, 36; ὠκύπτερος, Il. 13, 62, ὠκύς, 16, 582, vgl. 13, 819; ὠκυπέτης, Hes. O. 210; Eur. Andr. 1142; Ar. Equ. 1052; Plat. vrbdt τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη, Phaed. 82 a. – Bei Ath. VIII, 356 a ein Meerfisch. – Nach E. M. ist der Vogel von der Schnelligkeit seines Fluges benannt, ἀπὸ τοῦ ἵεσθαι ῥᾷον, nach Anderen von ἱερός, weil er wie alle einzeln fliegenden Vögel, οἰωνοί, ein heiliger Vogel war, dessen Flug die Vogelschauer beobachteten u. deuteten.
Greek (Liddell-Scott)
ἱέρᾱξ: -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἵρηξ, ηκος, (ὁ μακρότερος τύπος πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― ἱέραξ, κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», ὠκύπτερος ἵρηξ Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· ὤκιστος πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. κίρκος, φασσοφόνος, καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ἱάραξ), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. ἱερός).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
faucon, épervier, oiseau.
Étymologie: DELG pê ἵεμαι s’élancer.