κατασκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκέλλω''': σκελετώδη τινὰ ποιῶ, [[καταξηραίνω]], [[κατασκελετεύω]] («τὰς σάρκας [[καταφαγεῖν]]» Ἡσύχ.), κατασκέλλομαι, Παθ., [[γίνομαι]] [[σκελετός]], ξηραίνομαι, μαραίνομαι, [[φθίνω]], φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Αἰσχύλ. Πρ. 480·― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ., κατέσκληκα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11, Λουκ. Ἐνύπν. 29, Γαλην. κτλ.· ὑπὸ τῶν πόνων Ἀλκίφρων 3. 19· κατέσκληκεν [[ὅλος]] ὑπὸ φροντίδων ἐκτετηκὼς Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 29 πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· ὁ κατεσκληκὼς καὶ ἀεὶ σπουδάζων Φιλοστρ. Β. Σοφ. 23. 30· ἀντίθετ. τῷ ἀνειμένος, Γυμν. 3· ὑπερσ. κατεσκλήκει, Βαβρ. 46· [[κατέσκληκα]] νόσῳ, λιμῷ Βασίλ.· εἶμαι σκληρὸς ἢ παγωμένος, κατεσκληκὼς ὑπὸ τοῦ κρύους Κλήμ. Ἀλ. 281. 14· κατ. ἐκλελοιπότος τοῦ θερμοῦ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·― μεταφ., εἶμαι [[αὐστηρός]], Φιλόστρ. 508· πρβλ. [[ἀποσκλῆναι]].
|lstext='''κατασκέλλω''': σκελετώδη τινὰ ποιῶ, [[καταξηραίνω]], [[κατασκελετεύω]] («τὰς σάρκας [[καταφαγεῖν]]» Ἡσύχ.), κατασκέλλομαι, Παθ., [[γίνομαι]] [[σκελετός]], ξηραίνομαι, μαραίνομαι, [[φθίνω]], φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Αἰσχύλ. Πρ. 480·― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ., κατέσκληκα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11, Λουκ. Ἐνύπν. 29, Γαλην. κτλ.· ὑπὸ τῶν πόνων Ἀλκίφρων 3. 19· κατέσκληκεν [[ὅλος]] ὑπὸ φροντίδων ἐκτετηκὼς Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 29 πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· ὁ κατεσκληκὼς καὶ ἀεὶ σπουδάζων Φιλοστρ. Β. Σοφ. 23. 30· ἀντίθετ. τῷ ἀνειμένος, Γυμν. 3· ὑπερσ. κατεσκλήκει, Βαβρ. 46· [[κατέσκληκα]] νόσῳ, λιμῷ Βασίλ.· εἶμαι σκληρὸς ἢ παγωμένος, κατεσκληκὼς ὑπὸ τοῦ κρύους Κλήμ. Ἀλ. 281. 14· κατ. ἐκλελοιπότος τοῦ θερμοῦ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·― μεταφ., εἶμαι [[αὐστηρός]], Φιλόστρ. 508· πρβλ. [[ἀποσκλῆναι]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> dessécher, décharner ; <i>Pass.</i> se dessécher;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> [[κατέσκληκα]]) être desséché, décharné, exténué.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκέλλω), ganz ausdörren, auszehren, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Aesch. Prom. 429, Sp. – Perf. ganz ausgedörrt, dürr, mager sein, ὁ κατεσκληκώς Alciphr. 3, 3; im Ggstz von ἀνειμένος Philostr. gymn. 3, wie V. S. 23, 20; κατέσκληκεν ὅλως Luc. Somn. 29.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέλλω: σκελετώδη τινὰ ποιῶ, καταξηραίνω, κατασκελετεύω («τὰς σάρκας καταφαγεῖν» Ἡσύχ.), κατασκέλλομαι, Παθ., γίνομαι σκελετός, ξηραίνομαι, μαραίνομαι, φθίνω, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Αἰσχύλ. Πρ. 480·― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ., κατέσκληκα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11, Λουκ. Ἐνύπν. 29, Γαλην. κτλ.· ὑπὸ τῶν πόνων Ἀλκίφρων 3. 19· κατέσκληκεν ὅλος ὑπὸ φροντίδων ἐκτετηκὼς Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 29 πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· ὁ κατεσκληκὼς καὶ ἀεὶ σπουδάζων Φιλοστρ. Β. Σοφ. 23. 30· ἀντίθετ. τῷ ἀνειμένος, Γυμν. 3· ὑπερσ. κατεσκλήκει, Βαβρ. 46· κατέσκληκα νόσῳ, λιμῷ Βασίλ.· εἶμαι σκληρὸς ἢ παγωμένος, κατεσκληκὼς ὑπὸ τοῦ κρύους Κλήμ. Ἀλ. 281. 14· κατ. ἐκλελοιπότος τοῦ θερμοῦ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·― μεταφ., εἶμαι αὐστηρός, Φιλόστρ. 508· πρβλ. ἀποσκλῆναι.

French (Bailly abrégé)

1 tr. dessécher, décharner ; Pass. se dessécher;
2 intr. (au pf. κατέσκληκα) être desséché, décharné, exténué.
Étymologie: κατά, σκέλλω.