Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐκράς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκράς''': ᾱτος, ὁ, ἡ, = [[εὔκρατος]], (Λοβ. Παρ. 264), [[εὐκραής]], ἐπὶ [[μέσης]] θερμοκρασίας, [[κρήνη]] εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, [[Πολυδ]]. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐκράς]]· [[εὐκέφαλος]]· [[εὔκρατος]]». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ [[λέξις]] γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.
|lstext='''εὐκράς''': ᾱτος, ὁ, ἡ, = [[εὔκρατος]], (Λοβ. Παρ. 264), [[εὐκραής]], ἐπὶ [[μέσης]] θερμοκρασίας, [[κρήνη]] εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, [[Πολυδ]]. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐκράς]]· [[εὐκέφαλος]]· [[εὔκρατος]]». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ [[λέξις]] γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.
}}
{{bailly
|btext=ᾶτος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui se mêle facilement, qui se lie avec.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κεράννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκράς Medium diacritics: εὐκράς Low diacritics: ευκράς Capitals: ΕΥΚΡΑΣ
Transliteration A: eukrás Transliteration B: eukras Transliteration C: efkras Beta Code: eu)kra/s

English (LSJ)

(A), ᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197.    2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23.    3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὐκέφαλος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.

French (Bailly abrégé)

ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.