γενειάω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενειάω''': [[γενειάζω]], [[τρέφω]] γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα [[ἴδηαι]] Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15.
|lstext='''γενειάω''': [[γενειάζω]], [[τρέφω]] γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα [[ἴδηαι]] Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i><br />commencer à avoir de la barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γένειον]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάω Medium diacritics: γενειάω Low diacritics: γενειάω Capitals: ΓΕΝΕΙΑΩ
Transliteration A: geneiáō Transliteration B: geneiaō Transliteration C: geneiao Beta Code: geneia/w

English (LSJ)

   A = γενειάζω, grow a beard, get a beard, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Od.18.269, cf. 176, Hp.Nat.Puer.20, X.An.2.6.28, etc.; εἰς ἄνδρα γενειῶν Theoc.14.28.    2 have a beard, Ar.Ec.145, Pl.Plt.270e, Arist.GA746b24, D.C.68.15.

German (Pape)

[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; Hom. zweimal, Odyss. 18, 176 γενειήσαντα ἰδέσθαι Versende, 18, 269 γενειήσαντα ἴδηαι Versende; – Ar. Eccl. 145; γεγενείακε Philem. B. A. 87 (was von γενειάζω abgeleitet ist); οἱ μηδέπω γενειῶντες, die noch nicht mannbar sind, Plat. Polit. 270 e; Xen. An. 2, 6, 28 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάω: γενειάζω, τρέφω γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao.
commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γένειον.