ἀρτηριακός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />artériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτηριακός Medium diacritics: ἀρτηριακός Low diacritics: αρτηριακός Capitals: ΑΡΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: artēriakós Transliteration B: artēriakos Transliteration C: artiriakos Beta Code: a)rthriako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the trachea or bronchi, esp. -κή (sc. ἀντίδοτος), ἡ, medicament for their treatment, Plin.HN20.207, 23.136, Gal.13.1; δυνάμεις Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; -κὸν ἴσχαιμον styptic for arterial haemorrhage, Id.3.19; ἀ. πάθος, τὰ ἀ., affections of these organs, Paul.Aeg.3.28; ἡ -κή a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας left ventricle, Placit.4.5.7; ἀ. φωνή, of the human voice, opp. ἡ τῶν ὀργάνων, Nicom.Harm.2.

German (Pape)

[Seite 361] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτηριακός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. πάθος, τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, φάρμακον πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. κοιλία τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
artériel.
Étymologie: ἀρτηρία.