πολύτλητος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύτλητος''': -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], (πρβλ. [[πολύτλας]]), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· [[ὡσαύτως]], ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25. | |lstext='''πολύτλητος''': -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], (πρβλ. [[πολύτλας]]), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· [[ὡσαύτως]], ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup souffert.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having borne much, miserable, γέροντες Od.11.38, cf. Orph.Fr.354, Q.S.1.135, al.; also ὠδίνεσσι πολυτλήτοισι Id.11.25; γῆρας Id.2.341.
German (Pape)
[Seite 675] Vieles erduldet od. bestanden habend, γέροντες, Od. 11, 38; βροτοί, unglücklich, Maneth. 2, 398; – auch πολυτλήτη, Qu. Sm. 11, 25.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτλητος: -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, ἄθλιος, ἐλεεινός, (πρβλ. πολύτλας), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· ὡσαύτως, ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25.