πολύτλας

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτλας Medium diacritics: πολύτλας Low diacritics: πολύτλας Capitals: ΠΟΛΥΤΛΑΣ
Transliteration A: polýtlas Transliteration B: polytlas Transliteration C: polytlas Beta Code: polu/tlas

English (LSJ)

ὁ, (< τλῆναι) much-enduring, epithet of Odysseus, Hom. and S. only in nom., Il. 8.97, al.; ironically, S. Aj. 956 (lyr.); gen. πολύτλα Eust. 700.32; acc. πολύτλαν Antisth. Od. 14 codd., Man. 5.268. (Perh. Aeolic for Πολυτλής, Πολυτλῆτος.)

Middle Liddell

πολύ-τλας, πολύτλαντος, τλῆναι
having borne much, much-enduring, epithet of Ulysses, Hom., Soph.

German (Pape)

[Seite 675] ὁ, der viel geduldet hat, der viel Unglück überstanden hat, standhaft, oder der viel wagt, kühn; bei Hom. nur im nom. als Beiwort des Odysseus, wie Soph. Ai. 935. Einzeln auch bei sp. D., aber auch wohl nur im nom.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
1 qui a beaucoup souffert, qui souffre beaucoup;
2 très patient.
Étymologie: πολύς, τλάω.

Russian (Dvoretsky)

πολύτλᾱς: αντος adj. много претерпевший или терпящий, многострадальный (Ὀδυσσεύς Hom., Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτλᾱς -α, ὁ [πολύς, τλάω] veel duldend, taai (epithet van Odysseus).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτλας: αντος, ὁ, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑποστάς, πολλὰ ὑπομείνας, ἢ κακοπαθήσας, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, μόνον κατ’ ὀνομ., Πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς Ἰλ. Θ. 07, Κ. 248, κλπ.· οὕτως εἰρωνικῶς, Σοφ. Αἴ. 954. ― Γενική τις πολύτλα ἀπαντᾷ παρ’ Εὐστ. 700. 32· αἰτ. πολύτλαν παρὰ Μανέθ. 5. 268.

Greek Monolingual

-αντος, ὁ, ΜΑ
(κυρίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ' αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τλας (< τλῆναι, απαρμφ. του επικ. αορ. ἔτλαν του τλῶ, -άω)].

Greek Monotonic

πολύτλας: -α, ὁ (τλῆναι), αυτός που έχει υποστεί πολλά, αυτός που έχει δεινοπαθήσει, επίθ. για τον Οδυσσέα, σε Όμηρ., Σοφ.