αἰκία: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰκία''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς [[μεταχείρισις]], [[κάκωσις]], ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. [[Κατὰ]] πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας [[δίκη]] = ἰδιωτικὴ [[καταγγελία]] διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν [[νόμος]] [[πάλαι]], ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) [[καθόλου]], [[βλάβη]], [[προσβολή]], [[ἀτιμία]], Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι [[αἰκεία]], πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.]. | |lstext='''αἰκία''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς [[μεταχείρισις]], [[κάκωσις]], ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. [[Κατὰ]] πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας [[δίκη]] = ἰδιωτικὴ [[καταγγελία]] διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν [[νόμος]] [[πάλαι]], ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) [[καθόλου]], [[βλάβη]], [[προσβολή]], [[ἀτιμία]], Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι [[αἰκεία]], πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>att. ; c. ion.</i> ἀεικίη;<br />traitement injurieux, mauvais traitement, <i>particul.</i> coups, blessures.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Att. for Ion. ἀεικίη (q.v.),
A insulting treatment, outrage, A. Pr.179, S.El.515 (lyr.), OC748, etc. 2 torture, Plb.1.80.8, cf. 24.9.13: pl., torments, A.Pr.93, S.El.486 (lyr.), And.1.138, etc. 3 in Prose usu. law-term, assault, αἰκίας δίκη Pl.R.425d, 464e; ἦν ὁ τῆς βλάβης ὑμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰ., ἦν ὁ τῆς ὕβρεως D.21.35, cf. Lys.Fr.44, etc. 4 generally, suffering, Th.7.75. [Prob. misspelt for -εια (which is freq. v.l.); - - - in Poets.]
Greek (Liddell-Scott)
αἰκία: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς μεταχείρισις, κάκωσις, ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. Κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας δίκη = ἰδιωτικὴ καταγγελία διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) καθόλου, βλάβη, προσβολή, ἀτιμία, Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι αἰκεία, πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
att. ; c. ion. ἀεικίη;
traitement injurieux, mauvais traitement, particul. coups, blessures.
Étymologie: αἰκής.