αἰπόλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰπόλος''': ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, [[αἰπόλος]] αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-[[πόλος]], σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-[[πόλος]], πρβλ. [[θαλαμηπόλος]], θεηπόλος, [[μουσοπόλος]]· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς [[πέλομαι]], [[πολέω]], [[πολεύω]], ἀναπολεύω, [[ἀμφίπολος]] καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν [[ἁπλῶς]] κατὰ τύπον, πρβλ. [[στοιχεῖον]] Π π. ΙΙ, [[ὥστε]] τὸ [[βουκόλος]] = [[βουπόλος]], καὶ τὸ [[αἰπόλος]] = αἰκόλος). | |lstext='''αἰπόλος''': ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, [[αἰπόλος]] αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-[[πόλος]], σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-[[πόλος]], πρβλ. [[θαλαμηπόλος]], θεηπόλος, [[μουσοπόλος]]· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς [[πέλομαι]], [[πολέω]], [[πολεύω]], ἀναπολεύω, [[ἀμφίπολος]] καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν [[ἁπλῶς]] κατὰ τύπον, πρβλ. [[στοιχεῖον]] Π π. ΙΙ, [[ὥστε]] τὸ [[βουκόλος]] = [[βουπόλος]], καὶ τὸ [[αἰπόλος]] = αἰκόλος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chevrier.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], [[πολέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).