Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀθηρηλοιγός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθηρηλοιγός''': ὁ, ([[ἀθήρ]]) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, [[λικμητήριον]], «τὸ λεγόμενον [[πτύον]], [[οἷον]] ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]].
|lstext='''ἀθηρηλοιγός''': ὁ, ([[ἀθήρ]]) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, [[λικμητήριον]], «τὸ λεγόμενον [[πτύον]], [[οἷον]] ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />van (<i>litt.</i> fléau des épis).<br />'''Étymologie:''' [[ἀθήρ]], [[λοιγός]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθηρηλοιγός Medium diacritics: ἀθηρηλοιγός Low diacritics: αθηρηλοιγός Capitals: ΑΘΗΡΗΛΟΙΓΟΣ
Transliteration A: athērēloigós Transliteration B: athērēloigos Transliteration C: athiriloigos Beta Code: a)qhrhloigo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀθήρ)

   A consumer of chaff, i.e. winnowing-fan, Od. 11.128, 23.275.

German (Pape)

[Seite 46] Hachelverderber, heißt die Worfschaufel Od. 11, 128. 23, 275; vgl. ἀθηρόβρωτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθηρηλοιγός: ὁ, (ἀθήρ) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, λικμητήριον, «τὸ λεγόμενον πτύον, οἷον ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. ἀθηρόβρωτος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
van (litt. fléau des épis).
Étymologie: ἀθήρ, λοιγός.