ἀθηρηλοιγός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθηρηλοιγός''': ὁ, ([[ἀθήρ]]) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, [[λικμητήριον]], «τὸ λεγόμενον [[πτύον]], [[οἷον]] ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]. | |lstext='''ἀθηρηλοιγός''': ὁ, ([[ἀθήρ]]) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, [[λικμητήριον]], «τὸ λεγόμενον [[πτύον]], [[οἷον]] ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />van (<i>litt.</i> fléau des épis).<br />'''Étymologie:''' [[ἀθήρ]], [[λοιγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἀθήρ)
A consumer of chaff, i.e. winnowing-fan, Od. 11.128, 23.275.
German (Pape)
[Seite 46] Hachelverderber, heißt die Worfschaufel Od. 11, 128. 23, 275; vgl. ἀθηρόβρωτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθηρηλοιγός: ὁ, (ἀθήρ) ὁ καταστρέφων τοὺς ἀθέρας τοῦ στάχυος, λικμητήριον, «τὸ λεγόμενον πτύον, οἷον ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν· ἀθέρις δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων», Ἡσύχ., πρβλ. ἀθηρόβρωτος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
van (litt. fléau des épis).
Étymologie: ἀθήρ, λοιγός.