ἀκανθολόγος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκανθολόγος''': -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4. | |lstext='''ἀκανθολόγος''': -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui recherche des arguties (<i>litt.</i> des épines).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².