ἄκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κοῦρος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκουρος Medium diacritics: ἄκουρος Low diacritics: άκουρος Capitals: ΑΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ákouros Transliteration B: akouros Transliteration C: akouros Beta Code: a)/kouros

English (LSJ)

ον, (κοῦρος)

   A childless, without male heir, Od.7.64.    II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.

German (Pape)

[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.