ἀϊδνός: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀϊδνός''': -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = [[ἀΐδιος]], [[ἀϊδής]], [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀμαυρός]]. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.
|lstext='''ἀϊδνός''': -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = [[ἀΐδιος]], [[ἀϊδής]], [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀμαυρός]]. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ἀϊδνής]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϊδνός Medium diacritics: ἀϊδνός Low diacritics: αϊδνός Capitals: ΑΪΔΝΟΣ
Transliteration A: aïdnós Transliteration B: aidnos Transliteration C: aidnos Beta Code: a)i+dno/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν) poet. word,

   A = ἀϊδής, unseen, obscure, Hes.Th.860, A.Fr.451A; λιγνύς A.R.1.389; Νύξ Lyr.Adesp.92:— later ἀϊδνήεις, εσσα, εν, καπνός Euph.139: ἀϊδνής, ές, πηλός Call.Fr. anon.220 (as v.l.), cf. Opp.H.4.245 (perh. -νῆς, contr. fr. -νήεις).

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδνός: -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = ἀΐδιος, ἀϊδής, ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀμαυρός. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀϊδνής.