ἀϊδνός
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
ἀϊδνή, ἀϊδνόν, (ἀ- priv., ϝιδεῖν) poet. word, = ἀϊδής, unseen, obscure, Hes.Th.860, A.Fr.451A; λιγνύς A.R.1.389; Νύξ Lyr.Adesp.92:—later ἀϊδνήεις, ἀϊδνήεσσα, ἀϊδνήεν, καπνός Euph.139: ἀϊδνής, ἀϊδνές, πηλός Call.Fr. anon.220 (as v.l.), cf. Opp.H.4.245 (perhaps ἀϊδνῆς, contr. fr. ἀϊδνήεις).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
oscuro, tenebroso ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.Th.860, cf. A.Fr.407a, Νύξ Lyr.Adesp.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.A.1029, cf. Lyr.Adesp.390.5S.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀϊδνής.
German (Pape)
ή, όν (ἰδεῖν), unsichtbar, verborgen, οὔρεος βῆσσαι Hes. Th. 860; νύξ, poet. bei Plut. de εἰ delph. 20; λιγνύς Ap.Rh. 1.389.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδνός: темный, мрачный (οὔρεος βῆσσαι Hes.; νύξ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδνός: -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = ἀΐδιος, ἀϊδής, ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀμαυρός. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.
Greek Monotonic
ἀϊδνός: -ή, -όν (*εἴδω), αόρατος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, -ές, Ποιητ. παρά Πλουτ.
Translations
unseen
Bulgarian: невидим, незабележим; Danish: uset; Dutch: ongezien; Georgian: უნახავი, უხილავი, არნახული, შეუმჩნეველი; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍃𐌰𐌹𐍈𐌰𐌽𐍃; Greek: αόρατος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀφανής, ἄφαντος, ἀϊδνός, ἄθεος; Hindi: अदृश्य, अलख; Irish: gan fheiceáil; Latin: invisus; Maori: whakapeke, koropuku; Norwegian Bokmål: usett; Nynorsk: usett; Russian: невидимый, незримый, незамеченный; Sanskrit: अदृष्ट; Turkish: görünmez