ἀλίσγημα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλίσγημα''': -ατος, τό, ([[ἀλισγέω]]) [[μόλυνσις]], [[μίασμα]], Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος. | |lstext='''ἀλίσγημα''': -ατος, τό, ([[ἀλισγέω]]) [[μόλυνσις]], [[μίασμα]], Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλισγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A pollution, Act.Ap.15.20.
German (Pape)
[Seite 98] τό, Verunreinigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίσγημα: -ατος, τό, (ἀλισγέω) μόλυνσις, μίασμα, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souillure.
Étymologie: ἀλισγέω.