ἀλλᾶς: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλᾶς''': ᾶντος, ὁ, κεκομμένον [[κρέας]] ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ [[ἀλλᾶς]] παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν [[κρεῶν]], ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, [[τουτέστι]] συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ. | |lstext='''ἀλλᾶς''': ᾶντος, ὁ, κεκομμένον [[κρέας]] ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ [[ἀλλᾶς]] παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν [[κρεῶν]], ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, [[τουτέστι]] συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶντος (ὁ) :<br />saucisson, saucisse.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A force-meat, sausage or black-pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.
German (Pape)
[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.
French (Bailly abrégé)
ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.