ἁλίπεδον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίπεδον''': τὸ [[πεδίον]] παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες [[πεδίον]], Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον [[πεδίον]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον [[ἁλίσπεδον]] ἐν [[Πολυδ]]. 1.186].
|lstext='''ἁλίπεδον''': τὸ [[πεδίον]] παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες [[πεδίον]], Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον [[πεδίον]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον [[ἁλίσπεδον]] ἐν [[Πολυδ]]. 1.186].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sol voisin de la mer, plaine de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πέδον]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίπεδον Medium diacritics: ἁλίπεδον Low diacritics: αλίπεδον Capitals: ΑΛΙΠΕΔΟΝ
Transliteration A: halípedon Transliteration B: halipedon Transliteration C: alipedon Beta Code: a(li/pedon

English (LSJ)

τό,

   A plain by the sea, sandy plain, Thphr.HP7.15.2, Aristid.Or.17(15).16; of a plain in Attica near Piraeus, X.HG2.4.30. (ἀλ- Ar.Fr.233, acc. to Harp.)

German (Pape)

[Seite 97] τό, Meerebene, Ebene am Meer, Theophr.; eine Ebeue am Piräeus, Xen. Hell. 2, 4, 30; übh. sandige Ebene, Lycophr. 681. In VLL. findet sich auch ἁλήπεδον u. ἁλίσπεδον.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπεδον: τὸ πεδίον παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες πεδίον, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον πεδίον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον ἁλίσπεδον ἐν Πολυδ. 1.186].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sol voisin de la mer, plaine de sable.
Étymologie: ἅλς¹, πέδον.