ἀμάρυγμα: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμάρυγμα''': -ατος, τό, = [[λάμψις]], σπινθηροβόλησις, [[ῥιπή]], περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, [[παλμώδης]] [[κίνησις]] τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7. | |lstext='''ἀμάρυγμα''': -ατος, τό, = [[λάμψις]], σπινθηροβόλησις, [[ῥιπή]], περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, [[παλμώδης]] [[κίνησις]] τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> éclair, vif éclat (des yeux, des lèvres) ; <i>fig.</i> éclat;<br /><b>2</b> mouvement vif et gracieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαρύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. ἀμάρυχμα, ατος, τό,
A sparkle, twinkle, ἀ. λάμπρον προσώπω flashing, radiant glance, Sapph.Supp.5.18, cf. A.R.3.288; of changing colour, and light, AP5.258 (Paul. Sil.); διδύμης ἀ. χροιῆς, of gems, Tryph.71, etc.; of any quick, light motion, Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα with the flashing steps of Graces, Hes.Fr.21,94; of wrestling, ἀ. πάλας B.8.36; ἀ. χείλεος quivering of the lip, Theoc. 23.7: metaph., τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP7.343.
German (Pape)
[Seite 117] τό, leichte, anmuthige Bewegung, χαρίτων Hes. frg. 160; vielleicht auch von dem Glanz der Augen, wie ἡλίου Ap. Rh. 4, 847; ἀμαρύγματα βάλλειν ἐπί τινα 3, 288; χείλεος, Zucken der Lippe, Theocr. 23, 7. Uebertr., ἀρετῶν ἀμαρύγματα φέρειν Ep. ad. 690 (VII, 343).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάρυγμα: -ατος, τό, = λάμψις, σπινθηροβόλησις, ῥιπή, περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, παλμώδης κίνησις τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 éclair, vif éclat (des yeux, des lèvres) ; fig. éclat;
2 mouvement vif et gracieux.
Étymologie: ἀμαρύσσω.