ἀμουσία: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμουσία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀμούσου, [[ἔλλειψις]] παιδείας, [[ἀπαιδευσία]], [[ἔλλειψις]] μορφώσεως, [[ἀπειροκαλία]], [[τραχύτης]], [[ἀγροικία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 1020, Πλάτ., κτλ.: ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[ἀπειροκαλία]] Πλάτ. Πολ. 403C. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] ἁρμονίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 676. - Πρβλ. [[ὑομουσία]].
|lstext='''ἀμουσία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀμούσου, [[ἔλλειψις]] παιδείας, [[ἀπαιδευσία]], [[ἔλλειψις]] μορφώσεως, [[ἀπειροκαλία]], [[τραχύτης]], [[ἀγροικία]], Εὐρ. Ἀποσπ. 1020, Πλάτ., κτλ.: ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[ἀπειροκαλία]] Πλάτ. Πολ. 403C. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] ἁρμονίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 676. - Πρβλ. [[ὑομουσία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ignorance, grossièreté;<br /><b>2</b> dissonance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμουσος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμουσία Medium diacritics: ἀμουσία Low diacritics: αμουσία Capitals: ΑΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: amousía Transliteration B: amousia Transliteration C: amousia Beta Code: a)mousi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of education, taste or refinement, rudeness, E.Fr. 1020, etc., cf. Chor.Zach.Dial.2; joined with ἀπειροκαλία, Pl.R. 403c.    II want of harmony, E.HF676.

German (Pape)

[Seite 128] ἡ, Mangel an seiner Bildung, Geschmacklosigkeit, Plat. mit ἀπειροκαλία vrbdn, Rep. III, 403 c. Unwissenheit, Clit. 407 c; Legg. III, 691 a; Eul. H. far. 676; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμουσία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀμούσου, ἔλλειψις παιδείας, ἀπαιδευσία, ἔλλειψις μορφώσεως, ἀπειροκαλία, τραχύτης, ἀγροικία, Εὐρ. Ἀποσπ. 1020, Πλάτ., κτλ.: ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἀπειροκαλία Πλάτ. Πολ. 403C. ΙΙ. ἔλλειψις ἁρμονίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 676. - Πρβλ. ὑομουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 ignorance, grossièreté;
2 dissonance.
Étymologie: ἄμουσος.