ἀμισής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμῐσής''': -ές, ὁ μὴ [[μισητός]], Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον [[δυσάρεστος]], ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ [[ταῦτα]] Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.
|lstext='''ἀμῐσής''': -ές, ὁ μὴ [[μισητός]], Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον [[δυσάρεστος]], ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ [[ταῦτα]] Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non odieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῖσος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῑσής Medium diacritics: ἀμισής Low diacritics: αμισής Capitals: ΑΜΙΣΗΣ
Transliteration A: amisḗs Transliteration B: amisēs Transliteration C: amisis Beta Code: a)mish/s

English (LSJ)

ές,

   A not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.

German (Pape)

[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non odieux.
Étymologie: ἀ, μῖσος.