ἀμφηρικός: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφηρικός''': -ή, -όν, = [[ἀμφήρης]], ΙΙ., [[ἀκάτιον]] ἀμφ., ἐλαφρὸν [[ἐφόλκιον]], ἐν τῷ ὁποίῳ [[ἕκαστος]] [[ἐρέτης]] ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ [[ἁπλῶς]] δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ. | |lstext='''ἀμφηρικός''': -ή, -όν, = [[ἀμφήρης]], ΙΙ., [[ἀκάτιον]] ἀμφ., ἐλαφρὸν [[ἐφόλκιον]], ἐν τῷ ὁποίῳ [[ἕκαστος]] [[ἐρέτης]] ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ [[ἁπλῶς]] δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />à double aviron, <i>càd</i> manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἐρέσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀμφήρης 11: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.