ἄμυστις: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμυστις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, ([[ἀμυστὶ]]) ἀθρόα [[πόσις]], ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) [[πολυποσία]], [[φιλοποσία]], ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. ΙΙ. μέγα [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.
|lstext='''ἄμυστις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, ([[ἀμυστὶ]]) ἀθρόα [[πόσις]], ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) [[πολυποσία]], [[φιλοποσία]], ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. ΙΙ. μέγα [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br /><b>1</b> large rasade, pleine coupe (à boire d’un trait);<br /><b>2</b> grand vase à boire, à l’usage des Thraces.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμυστί]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυστις Medium diacritics: ἄμυστις Low diacritics: άμυστις Capitals: ΑΜΥΣΤΙΣ
Transliteration A: ámystis Transliteration B: amystis Transliteration C: amystis Beta Code: a)/mustis

English (LSJ)

ιος and ιδος (Alc. Supp.4.20), ἡ,

   A long draught, ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Anacr.63; ἑλκύσαι E.Cyc.417; χανδὸν ἄμυστιν οἰνοποτεῖν Call.Aet.1.1.11: metaph., ἄμυστιν ὥσπερ κύλικα πίνει τὸν βίον Epich.34.    2 deep drinking, tippling, E.Rh.438, cf. Sch.    II large cup, used by Thracians, ἄμυστιν ἐκλάπτειν Ar.Ach. 1229, Amips.22, cf. Ath.11.783d.

German (Pape)

[Seite 132] ιδος, ἡ, das Zechen, πυκνὴν δεξιοῦσθαι Eur. Rhes. 419; im plur. 438; ἄμυστιν ἑλκύσας, einen großen Zug thun, Cycl. 416; ἄμυστιν ἐκλάπτειν, auf einen Zug leeren, Ar. Ach. 1189. Nach Poll. u. Schol. Eur. ein großer Pokal, bei thracischen Gelagen üblich; anders Ath. XI, 783 c, wo aus Amips. com. τὴν ἄμυστιν λάμβανε steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυστις: -ιος, καὶ ιδος, ἡ, (ἀμυστὶ) ἀθρόα πόσις, ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. (ἔνθα ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) πολυποσία, φιλοποσία, ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ αὐτόθι Σχόλ. ΙΙ. μέγα ποτήριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 large rasade, pleine coupe (à boire d’un trait);
2 grand vase à boire, à l’usage des Thraces.
Étymologie: ἀμυστί.