ἀναβαπτίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβαπτίζω''': -ίσω, -ιῶ, [[βυθίζω]] ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου [[βαπτίζω]], Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ [[πρόθεσις]] δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον [[βάπτισμα]] παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ. | |lstext='''ἀναβαπτίζω''': -ίσω, -ιῶ, [[βυθίζω]] ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου [[βαπτίζω]], Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ [[πρόθεσις]] δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον [[βάπτισμα]] παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=plonger de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βαπτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A sink, ναῦς cj. in Plu.Marc.15.
German (Pape)
[Seite 180] wiederholt untertauchen, Plut. Pomp. 11 Marcell. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαπτίζω: -ίσω, -ιῶ, βυθίζω ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου βαπτίζω, Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ πρόθεσις δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον βάπτισμα παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ.