ἀμφήρης: Difference between revisions
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφήρης''': -ες, (* ἄρω) ὁ [[ἑκατέρωθεν]] συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν [[πηδάλιον]], τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε [[πηδάλιον]]), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, [[καλῶς]] προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. ([[ἐρέσσω]]) = ὁ ἔχων κώπας [[ἑκατέρωθεν]], μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, [[νῆες]] [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. [[ἀμφηρικός]]. | |lstext='''ἀμφήρης''': -ες, (* ἄρω) ὁ [[ἑκατέρωθεν]] συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν [[πηδάλιον]], τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε [[πηδάλιον]]), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, [[καλῶς]] προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. ([[ἐρέσσω]]) = ὁ ἔχων κώπας [[ἑκατέρωθεν]], μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, [[νῆες]] [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. [[ἀμφηρικός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες [[δόρυ]] EUR le gouvernail (<i>anciennement double</i>);<br /><b>2</b> ajusté tout autour <i>en parl. du bois d’un bûcher funéraire, d’une tente</i> ; bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128. II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.
German (Pape)
[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d’un bûcher funéraire, d’une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.