ἀμφικύπελλος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικύπελλος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[δέπας]] ἀμφικύπελλον, δικύπελλον [[ποτήριον]], τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ [[κύπελλον]] [[ἑκατέρωθεν]], «[[ἔκπωμα]] [[ἀμφοτέρωθεν]] κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. [[ἀμφίθετος]], [[ἀμφίδυσις]], [[περίποτος]]). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.
|lstext='''ἀμφικύπελλος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[δέπας]] ἀμφικύπελλον, δικύπελλον [[ποτήριον]], τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ [[κύπελλον]] [[ἑκατέρωθεν]], «[[ἔκπωμα]] [[ἀμφοτέρωθεν]] κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. [[ἀμφίθετος]], [[ἀμφίδυσις]], [[περίποτος]]). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />(vase) à double coupe, <i>càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κύπελλον]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικύπελλος Medium diacritics: ἀμφικύπελλος Low diacritics: αμφικύπελλος Capitals: ΑΜΦΙΚΥΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: amphikýpellos Transliteration B: amphikypellos Transliteration C: amfikypellos Beta Code: a)mfiku/pellos

English (LSJ)

ον, in Hom. always δέπας ἀ.

   A double cup, such as forms a κύπελλον both at top and bottom, Il.1.584,al.: ἀμφικύπελλα are compared with the cell of a honeycomb, as possessing ἀμφίστομοι θυρίδες, Arist.HA624a9; but acc. to Aristarch., two-handled, cf. Ath. 11.783b (post 11.466c).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικύπελλος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δέπας ἀμφικύπελλον, δικύπελλον ποτήριον, τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ κύπελλον ἑκατέρωθεν, «ἔκπωμα ἀμφοτέρωθεν κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. ἀμφίθετος, ἀμφίδυσις, περίποτος). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(vase) à double coupe, càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure.
Étymologie: ἀμφί, κύπελλον.