ἀμόθεν: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμόθεν''': Ἰων. [[ἀμόθεν]], ἐπίρρ.: (ἁμός). Ἀπό τινος μέρους ἢ τόπου, τῶν [[ἀμόθεν]] γε, θεά, ... εἰπὲ καὶ ἠμῆν, = περὶ ὧν ἐξ οἱουδήποτε σημείου... εἰπὲ καὶ εἰς ἡμᾶς, Ὀδ. Α. 10· ἁμόθεν γέ ποθεν, ἔκ τινος οἱουδήποτε μέρους, Πλάτ. Γοργ. 492D, Νόμ. 798Β· [[ἀμόθεν]] μόνον, Ὀππ. Κ. 1. 401: πρβλ. ἁμῆ, ἀμοῖ, [[οὐδαμόθεν]] καὶ ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἁμόθεν, ἀπό τινος μέρους, [[ὁπόθεν]] θέλεις… δηλοῖ δὲ καὶ τὸ [[μηδαμῶς]], κατὰ μηδένα τρόπον». | |lstext='''ἀμόθεν''': Ἰων. [[ἀμόθεν]], ἐπίρρ.: (ἁμός). Ἀπό τινος μέρους ἢ τόπου, τῶν [[ἀμόθεν]] γε, θεά, ... εἰπὲ καὶ ἠμῆν, = περὶ ὧν ἐξ οἱουδήποτε σημείου... εἰπὲ καὶ εἰς ἡμᾶς, Ὀδ. Α. 10· ἁμόθεν γέ ποθεν, ἔκ τινος οἱουδήποτε μέρους, Πλάτ. Γοργ. 492D, Νόμ. 798Β· [[ἀμόθεν]] μόνον, Ὀππ. Κ. 1. 401: πρβλ. ἁμῆ, ἀμοῖ, [[οὐδαμόθεν]] καὶ ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἁμόθεν, ἀπό τινος μέρους, [[ὁπόθεν]] θέλεις… δηλοῖ δὲ καὶ τὸ [[μηδαμῶς]], κατὰ μηδένα τρόπον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de quelque côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]], -θεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 126] att. ἁμόθεν, irgend woher, Hom. einmal, Od. 1, 10 τῶν ἁμόθεν γε, θεὰ θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν, = ἀπό τινος μέρους τούτων, von irgend einem Puncte dieser Begebenheiten anfangend, Scholl. u. Apoll. lex. Hom. 28, 16 Etymol. m. 95, 22 Hesych. s. v.; – ἁμόθεν γέ ποθεν Plat. Legg. VII, 798 b, von woher es auch sei, wie Gorg. 492 d (Schol. ὅπως δήποτε); vgl. Opp. C. 401.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόθεν: Ἰων. ἀμόθεν, ἐπίρρ.: (ἁμός). Ἀπό τινος μέρους ἢ τόπου, τῶν ἀμόθεν γε, θεά, ... εἰπὲ καὶ ἠμῆν, = περὶ ὧν ἐξ οἱουδήποτε σημείου... εἰπὲ καὶ εἰς ἡμᾶς, Ὀδ. Α. 10· ἁμόθεν γέ ποθεν, ἔκ τινος οἱουδήποτε μέρους, Πλάτ. Γοργ. 492D, Νόμ. 798Β· ἀμόθεν μόνον, Ὀππ. Κ. 1. 401: πρβλ. ἁμῆ, ἀμοῖ, οὐδαμόθεν καὶ ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἁμόθεν, ἀπό τινος μέρους, ὁπόθεν θέλεις… δηλοῖ δὲ καὶ τὸ μηδαμῶς, κατὰ μηδένα τρόπον».
French (Bailly abrégé)
adv.
de quelque côté.
Étymologie: ἀμός, -θεν.