ἀμετρία: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετρία''': ἡ, ([[ἄμετρος]]) [[ὑπερβολή]], [[ἀσυμμετρία]], δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[συμμετρία]], [[ἐμμετρία]], Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ. | |lstext='''ἀμετρία''': ἡ, ([[ἄμετρος]]) [[ὑπερβολή]], [[ἀσυμμετρία]], δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[συμμετρία]], [[ἐμμετρία]], Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de mesure, excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A excess, disproportion, opp. συμμετρία, Pl.Ti.87d, cf. R.486d, Heraclit.All.8, Alex.Aphr.Pr.1.112, etc. b want of moderation, Arist.VV1251b15. 2 infinity, countless number, κακῶν Pl.Ax.367a (in pl.).
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, Ueberschreitung des Maaßes, Uebermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῦ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετρία: ἡ, (ἄμετρος) ὑπερβολή, ἀσυμμετρία, δυσαναλογία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ συμμετρία, ἐμμετρία, Πλάτ. Τίμ. 89D, Πολ. 486D, κτλ. 2) τὸ ἄπειρον, ἀνυπολόγιστος ἀριθμός, ὁ αὐτ. Ἀξ. 367Α, κατὰ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de mesure, excès.
Étymologie: ἄμετρος.