ἐμμετρία

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμετρία Medium diacritics: ἐμμετρία Low diacritics: εμμετρία Capitals: ΕΜΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: emmetría Transliteration B: emmetria Transliteration C: emmetria Beta Code: e)mmetri/a

English (LSJ)

ἡ, fit measure, opp. ἀμετρία, Pl.R. 486d, Phlb.52c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
moderación, mesura Pl.Phlb.52c, R.486d
ret. proporción τῶν περιόδων D.H.Comp.26.1.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, das Ebenmaaß, Plat. Phileb. 52 c; Gegensatz von ἀμετρία, Rep. VI, 486 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
proportion, juste mesure.
Étymologie: ἔμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρία:размеренность, соразмерность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρία: ἡ, προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, Πλάτ. Πολ. 486D, Φιλ. 52C.

Greek Monolingual

ἐμμετρία, η (Α)
συμμετρία, αναλογία.

Greek Monotonic

ἐμμετρία: ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμμετρία, ἡ,
fit measure, proportion, Plat. [from ἔμμετρος