ἀναρροιζέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναρροιζέω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ [[ἐπάνω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα [[μετὰ]] ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289. | |lstext='''ἀναρροιζέω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ [[ἐπάνω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα [[μετὰ]] ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />remonter bruyamment à la surface de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ῥοιζέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A rush up, rush back, Plu.2.979e. II hurtle in air, of arrows, Nonn.D.29.289. III trans., discharge, οἱ καταπέλται τὰς λόγχας ἀ. J.BJ3.7.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρροιζέω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐπάνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλούτ. 2. 979D. ΙΙ. φέρομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα μετὰ ταχύτητος καὶ ῥοίζου, ἐπὶ βελῶν, ἀνερροίζησαν ὀϊστοὶ Νόνν. Δ. 29. 289.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
remonter bruyamment à la surface de l’eau.
Étymologie: ἀνά, ῥοιζέω.